μειρακισκος

μειρακισκος
    μειρακίσκος
    μειρᾰκίσκος
    ὅ отрок, подросток, юноша Plat., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μειρακισκος" в других словарях:

  • μειρακίσκος — μειρακίσκος, ὁ (Α) [μείραξ] παλικαράκι, νεαρός …   Dictionary of Greek

  • μειρακίσκος — lad masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακίσκε — μειρακίσκος lad masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακίσκοι — μειρακίσκος lad masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακίσκοις — μειρακίσκος lad masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακίσκον — μειρακίσκος lad masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακίσκου — μειρακίσκος lad masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακίσκους — μειρακίσκος lad masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακίσκων — μειρακίσκος lad masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακίσκῳ — μειρακίσκος lad masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακίσκιον — μειρακίσκιον, τὸ (Α) [μειρακίσκος] υποκορ. τού μειρακίσκος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»